μήστωρ

μήστωρ
μήστωρ, ωρος (μήδομαι): counsellor, deviser; ὕπατος μήστωρ, Zeus, Il. 8.22 ; θεόφιν μ. ἀτάλαντος, of heroes with reference to their wisdom, Od. 3.110, 409; w. ref. to prowess, ἀῦτῆς, φόβοιο, ‘raiser’ of the battle-cry, ‘author’ of flight, Il. 4.328, Il. 6.97.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του …   Dictionary of Greek

  • Μήστωρ — adviser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήστωρ — adviser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήστωρ' — μήστωρα , μήστωρ adviser masc acc sg μήστωρι , μήστωρ adviser masc dat sg μήστωρε , μήστωρ adviser masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῆστορ — Μήστωρ adviser masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήστορα — Μήστωρ adviser masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήστορι — Μήστωρ adviser masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήστορος — Μήστωρ adviser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήστωρα — μήστωρ adviser masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήστωρας — μήστωρ adviser masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήστωρε — μήστωρ adviser masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”